- παρεκβολικός
- -ή, -όν, MA[παρεκβολή]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρεκβολή*2. αυτός που έχει εκτραπεί από τη συζήτηση με απεραντολογίες, αμετροέπειες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεκβολικόν — παρεκβολικός discursive masc acc sg παρεκβολικός discursive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκβολικοῦ — παρεκβολικός discursive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)